εὐήνεμος — well as to the winds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήνεμον — εὐήνεμος well as to the winds masc/fem acc sg εὐήνεμος well as to the winds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηνέμοις — εὐήνεμος well as to the winds masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηνέμους — εὐήνεμος well as to the winds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐηνέμῳ — εὐήνεμος well as to the winds masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήνεμοι — εὐήνεμος well as to the winds masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάνεμος — η, ο (Α εὐάνεμος, ον δωρ. τ. αντί εὐήνεμος) βλ. ευήνεμος (ως φλόγα εις δάση ευάνεμα καίει τας καρδίας», Κάλβ.) … Dictionary of Greek
εὐάνεμον — εὐά̱νεμον , εὐήνεμος well as to the winds masc/fem acc sg (doric) εὐά̱νεμον , εὐήνεμος well as to the winds neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
ευαδής — εὐαδής, ές (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «εὐήνεμος, οἱ δὲ εὐαής 2. (το ουδ.) εὐαές (κατά τον Ησύχ.) «εὔπνουν» … Dictionary of Greek